- δαπανητικά
- δαπανητικόςconsumingneut nom/voc/acc plδαπανητικά̱ , δαπανητικόςconsumingfem nom/voc/acc dualδαπανητικά̱ , δαπανητικόςconsumingfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δαπανητικάς — δαπανητικά̱ς , δαπανητικός consuming fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)